σαρκοφάγα — Τάξη αρπακτικών θηλαστικών που κυρίως τρέφονται με κρέας. Τα σ., που είναι διαδομένα σε όλη την υδρόγειο, σε πολύ διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος, αν και διαφέρουν κατά τις διαστάσεις και τις μορφές, έχουν κοινά μερικά κύρια χαρακτηριστικά. Η … Dictionary of Greek
θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… … Dictionary of Greek
αρκούδα — Κοινή ονομασία για τα σαρκοφάγα πελματοβάμονα ζώα που αποτελούν την οικογένεια των αρκτιδών. Το σώμα τους είναι ογκώδες, μπορεί να έχει μήκος από 1,40 έως 3 μ. και καλύπτεται από μακρύ και πυκνό, αλλά αδρό τρίχωμα. To κεφάλι τους είναι κατά… … Dictionary of Greek
πάντα — Όνομα 2 θηλαστικών της οικογένειας των προκυονιδών ή προκυνιδών: του μικρού π. (ailurus fulgens) και του γίγαντα π. (ailuropoda melanoneuca). Ο πρώτος, εξαιτίας του σχήματος του κεφαλιού και του κορμού, μοιάζει λίγο με μεγάλη γάτα· έχει ύψος… … Dictionary of Greek
πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… … Dictionary of Greek
υρακοειδή — (hyracidae). Τάξη θηλαστικών, η οποία περιλαμβάνει μικρά ζώα με πυκνό τρίχωμα. Τα μπροστινά τους άκρα είναι τετραδάχτυλα, ενώ τα πίσω τριδάχτυλα. Περπατούν χρησιμοποιώντας ολόκληρο το πέλμα τους (πελματοβάμονα), το οποίο έχει ισχυρούς όγκους, σαν … Dictionary of Greek
αρκτίδες — Οικογένεια σαρκοφάγων θηλαστικών στην οποία ανήκουν οι αρκούδες και τα συγγενικά σε αυτές γένη (θαλάσσαρκτος, μέλουρσος, εύαρκτος κλπ.). Τα είδη της οικογένειας αυτής διαφέρουν από τα άλλα σαρκοφάγα τόσο στην τροφή όσο και στις συνήθειες. Τα… … Dictionary of Greek
δακτυλοβάμονα — Ζώα που όταν περπατούν στηρίζονται μόνο στα δάχτυλα των ποδιών τους (όπως για παράδειγμα οι σκύλοι, οι γάτες και τα άλλα αιλουροειδή), σε αντίθεση με τα πελματοβάμονα, τα οποία βαδίζουν πατώντας σε ολόκληρο το πέλμα τους (όπως οι αρκούδες). Άλλα… … Dictionary of Greek
δικυνόδους — Γένος ερπετών που έχουν εκλείψει. Ήταν πελματοβάμονα ζώα, γενικά χορτοφάγα, με ογκώδες σώμα και πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τα θηλαστικά. Οι δ. δεν είχαν δόντια ή διέθεταν μόνο κυνόδοντες. Έζησαν από το πέρμιο έως το τριαδικό … Dictionary of Greek
εντομοφάγα — Τάξη πλακουντοφόρων θηλαστικών, που οφείλουν την ονομασία τους στο ότι τρέφονται κυρίως με έντομα. Τα ε. είναι πελματοβάμονα ζώα με μάλλον μικρό μέγεθος και χαρακτηρίζονται από ρυγχωτό πρόσωπο, πλούσιο σε θηλίδια αφή. Η οδοντοφυΐα τους είναι… … Dictionary of Greek